- αυτοβοεί
- αὐτοβοεί επίρρ. (Α)1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν»)2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + βοή, με επιρρ. κατάλ. -εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.